εἰσηγήσεις

εἰσηγήσεις
εἰσήγησις
proposing
fem nom/voc pl (attic epic)
εἰσήγησις
proposing
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εισήγηση — η (AM εἰσήγησις) 1. πρόταση προφορική ή γραπτή («οι εισηγήσεις μου απορρίφθηκαν») 2. φρ. «εισήγηση νόμου» πρόταση νόμου για ψήφιση στη βουλή με αιτιολογημένη εισηγητική έκθεση 3. εισηγήσεις νομικά έργα τής ρωμαϊκής εποχής και τής εποχής τού… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Refugees of the Greek Civil War — Political refugees of the Greek Civil War were members or sympathisers of the defeated communist forces who fled Greece during or in the aftermath of the Civil War of 1946–1949. The collapse of the Democratic Army of Greece (DSE) and the… …   Wikipedia

  • Slavic speakers of Greek Macedonia — Total population Greece: 200,000+ Diaspora: 150,000+ Regions with significant populations Florina, Edessa, Kastoria, Thessaloniki, Serres, Drama[1] …   Wikipedia

  • γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • ινστιτούτο — το 1. επιστημονικό, εκπαιδευτικό ή τεχνικό ίδρυμα ή οργανισμός 2. το κτήριο στο οποίο στεγάζονται αυτά τα ιδρύματα ή οι οργανισμοί 3. στον πληθ. (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) σύνοψη νομικών αρχών και αποφάσεων, εισηγήσεις νόμων 4. φρ. «ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • σώφρων — Μιμογράφος του 5ου π.Χ. αι., που έζησε στις Συρακούσες και έγραψε σε αρχαία δωρική μίμους, διακωμωδώντας τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Από τα έργα του σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Τα έργα του χωρίζονται σε Μίμους ανδρείους, που αναφέρονται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”